ορθοστατισμός

ορθοστατισμός
ο
1. η όρθια στάση, το να στέκεται κάποιος όρθιος
2. άλλος όρος για το ορθοστατικό σύνδρομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοστατώ + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”